πουλάκι

πουλάκι
το
1. το πουλί.
2. προσφώνηση αγάπης ή στοργής: Τι θέλεις, πουλάκι μου;
3. νεοσσός της κότας, κλωσόπουλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πουλάκι — και παλ. τ. πουλλάκι, το, Ν [πουλί] υποκορ. κάθε μικρό πουλί, κυρίως ωδικό («τρία πουλάκια κάθονταν ψηλά στη χαλκουμάτα», δημ. τραγούδι) 2. νεοσσός κότας, κοτοπουλάκι 3. μικρό πέος ή πέος μικρού παιδιού 4. φρ. α) «πουλάκι μου» i) προσφώνηση… …   Dictionary of Greek

  • Tsakonian language — language name=Tsakonian nativename=Τσακωνικά Tsakōniká familycolor=Indo European states=Greece region=Eastern Peloponnese around Mount Parnon speakers=300 2,000 fluent fam2=Greek fam3=Doric iso2=ine|iso3=tsdTsakonian, Tzakonian or Tsakonic (Greek …   Wikipedia

  • κλουβί — το μικρή κλούβα: Κάλλιο πουλάκι στο κλαδί παρά πουλάκι στο κλουβί (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άπλερος — η, ο 1. ο ασχημάτιστος, ο πολύ μικρός («άπλερο πουλάκι») 2. ο ατροφικός …   Dictionary of Greek

  • ζυγίζω — και ζυγιάζω (Α ζυγίζω) [ζυγός] βρίσκω με τον ζυγό το βάρος ενός αντικειμένου και τό καθορίζω σε ορισμένα σταθμά, τό σταθμίζω («ζύγισέ μου το καρπούζι») νεοελλ. 1. εκτιμώ, κρίνω κάτι σε παραβολή με άλλα, αποδίδω σε κάτι την πρέπουσα σημασία 2.… …   Dictionary of Greek

  • νεοσσίον — και νοσσίον, (τό ΑΜ, Α και νεόσσιον και αττ. τ. νεοττίον και νεόττιον) [νεοσσός)] μικρός νεοσσός, πουλάκι («πλὴν ἡ θήλεια παύεται ὅταν ἐπωάζῃ τὰ νεόττια αὐτῆς», Αριστοτ.) αρχ. 1. κρόκος αβγού 2. φρ. «πατρὸς νεοττίον» παιδί που σε όλα είναι όμοιο… …   Dictionary of Greek

  • πουλίτζι — το / πουλίτζιν, ΝΜ το πουλάκι («πολλὰ πουλίτζια εἶδα δῶ, τὸν κάμπον κατεβαίνουν», Διηγ. Αχιλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πουλί + μσν. υποκορ. κατάλ. ίτζιν/ ίτσιν (πρβλ. κρομμυδ ίτζιν)] …   Dictionary of Greek

  • πουλακίδα — και παλ. τ. πουλλακίδα, η, Ν η πουλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουλάκι + κατάλ. ίδα] …   Dictionary of Greek

  • πουλλάκι — το, Ν βλ. πουλάκι …   Dictionary of Greek

  • πτηνάριον — τὸ, Μ μικρό πτηνό, πουλάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνόν + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλι άριον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”